- σουβάτισμα
- το, Νβλ. σοβάτισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά … Dictionary of Greek
σοβάτισμα — σοβάτισμα, το και σουβάτισμα, το και σοβάντισμα, το επικάλυψη των επιφανειών με σοβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)